- στραγγίας
- στραγγίας πυρός, ὁ, a kind ofA wheat, Thphr.CP3.21.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στραγγίας — στραγγίᾱς , στραγγίας wheat masc acc pl στραγγίᾱς , στραγγίας wheat masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγίας — ὁ, Α είδος σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός «σταγόνα» + επίθημα ίας (πρβλ. πυρρ ίας)] … Dictionary of Greek